- προσδεκτέον
- προσδεκτέοςto be admittedmasc/fem acc sgπροσδεκτέοςto be admittedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσδεκτέος — α, ον, Α [προσδέχομαι] 1. αυτός που πρέπει να γίνει δεκτός από κάποιον 2. (το ουδ.) προσδεκτέον α) πρέπει κάποιος να παραδεχθεί («οὐδὲ προσδεκτέον τοὺς οἴκτους καὶ τοὺς φενακισμοὺς τούτου», Δείν.) β) πρέπει κάποιος να παραλάβει … Dictionary of Greek